-
1 παραλυπεω
1) тревожить, смущать, приводить в смятение (sc. τέν ψυχήν Plat.)2) беспокоить, стеснять3) причинять вред, наносить ущербπ. τινά τι Plut. — причинить кому-л. какой-л. ущерб
См. также в других словарях:
παραλυποῦντες — παραλυπέω grieve pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) παραλῡποῦντες , παραλυπέω grieve pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυπώ — έω, Α 1. πειράζω, ενοχλώ κάποιον («καὶ ἄλλο παρελύπει κατ ἐκεῑνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων», Θουκ.) 2. στρ. δημιουργώ στενότητα πεδίου δράσεως με αντιπερισπασμό («οὐ γὰρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν», Θουκ.) 3. παθ. παραλυποῡμαι,… … Dictionary of Greek